- ρύδην
- (I)Αεπίρρ. με ορμητική ροή, με ζωηρή κίνηση.[ΕΤΥΜΟΛ. < μηδενισμένη βαθμίδα ῥυξ- τού ῥέω + επιρρμ. κατάλ. -δην (πρβλ. μίγ-δην)].————————(II)Αεπίρρ. βλ. ῥύβδην.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ῥύδην — flowingly indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρυβδώ — έω, Α καταβροχθίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. αποτελεί εκφραστικό τ. τού ῥυφῶ (βλ. λ. ρουφώ) και έχει σχηματιστεί κατ επίδραση τής λ. ῥοῖβδος* «ορμητική κίνηση». Το ρ. εμφανίζει και το επίρρ. ῥύβδην, το οποίο παραδίδεται και με τις γρφ. ῥοίβδην και ῥύδην.… … Dictionary of Greek
ρύβδην — και ῥοίβδην και ῥύδην Α επίρρ. άφθονα, πλουσιοπάροχα. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ῥυβδῶ] … Dictionary of Greek
sreu- — sreu English meaning: to flow Deutsche Übersetzung: “fließen” Material: O.Ind. srávati “ flows “ (= Gk. ῥέω), srava m. “das Fließen” (= Gk. ῥόος, O.C.S. ostrovъ), giri sravü “Bergstrom” (= Gk. ῥοή, Lith. sravà), srutá flowing,… … Proto-Indo-European etymological dictionary